- ἀλητύς
- ἀλητύς, ύος, ἡ, [dialect] Ion. for ἄλη, Call.Fr.277, Man.3.379.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλητύς — ἀλητὺς ( ύος), η (Α) [ἀλῶ] ιωνικός τύπος αντί τού ἄλη, περιπλάνηση … Dictionary of Greek
ἀλητύς — ἀλητύ̱ς , ἀλητύς fem acc pl ἀλητύς fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλητύος — ἀλητύς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… … Dictionary of Greek
ἀλητύι — ἀλητύϊ , ἀλητύς fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)